Η παρούσα εργασία έχει σκοπό να ρίξει μια ματιά πάνω στο δημοτικό τραγούδι και συγκεκριμένα στην παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού», όπου το επικό στοιχείο αναμειγνύεται με το λυρικό και το δραματικό. Πιο πολύ, να δείξει ότι απαντάται σε πολλές παραλλαγές τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.
Πράγματι, ο Saunier αναφέρει περίπου 262 παραλλαγές του τραγουδιού. Ας δούμε κάποιες απ’ αυτές:
«Ήτανε μια βολά μια χήρα και είχε εννιά παιδιά σερνικά κι ένα θηλυκό.
Το μικρότερο σερνικό ήτανε πραματευτής
κι επήγαινε πολύ αλάργα κι επούλαγε τις πραμάτειές του.
Εκεί λοιπόν ηθέλησε να δώσει την αδερφή του, που την ελέγανε Αρετή,
για να ‘χει αποκούμπι.
Η μάνα του όμως δεν ήθελε να τη δώσει στα ξένα, αλλά δεν της πέρασε.
Τημ πάντρεψε το παιδί και την έδωκε εκεί που ήθελε στα ξένα,
αλλά άμα την έδωσε δεμ πέρασε πολύς καιρός και επεθάνανε τα παιδιά…».
Ο μύθος αυτός μας έρχεται από την Γορτυνία του Ν. Αρκαδίας και, όπως βλέπουμε, είναι σε μορφή αφήγησης και όχι σε ιαμβικό 15σύλλαβο. Τιτλοφορείται, δε, «Η Χουχουβάγια»
Στα Γρεβενά, στην παραλλαγή «Η Εύδω» η Αρετή μετονομάζεται σε Εύδω και ξαναγυρνάμε στον ιαμβικό 15σύλλαβο:
«Η μάνα με τα εννιά παιδιά, την Εύδω θυγατέρα,
την είχε δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ αστρί και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
την Εύδω μας τη γύρεψαν πολύ μακριά στα ξένα.
Όλα τ’ αδέλφια δεν τη δίν’ την Ευδοκιά στα ξένα,
ο Κώστας ο μικρότερος γυρεύει να τη δώσει.»
Η Κρήτη με το μοναδικό της ιδίωμα συμβάλλει:
«Μια μάννα ειχ’ εννιά τσοι γιους…»,
η Θράκη:
«Την είχες δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε,
στα σκοτεινά την έλουζες στ’ άφεγγα την επλέκας.»
Η Ρόδος με το λεγόμενο δωρικό ιδίωμα, κοινό στα Δωδεκάνησα:
«Η Αρετούσα εννη’ αδελφοί κι ο Κωνσταντίνος δέκα.
Μια προξενιά τους φέρασιν από τη Βαβυλώνα.
Να σύρου να παντρέψουσι την Αρετή στα ξένα.»
Η Πάρος:
«Μια μάννα με τ’ς εννιά της γιους και μονοθυγατέρα,
‘ς τα σκοτεινά την έλουζε, ‘ς το φέγγος τήνε πλέκει.»
Η Στερά Ελλάδα:
«Χαρά ‘ς τη μάννα την καλή και ‘ς τον καλό πατέρα,
όπ’ έχει τους εννιά υγιούς, την Αρετούλα δέκα.»
Η Προποντίδα σε ποντιακή διάλεκτο:
«Κοράσιον ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι
και επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει.
Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλο πανιά εμαϊνάραν.
Κι ένα καράβι της φιλιάς καημένο της αγάπης
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτω…»
Η Μάνη:
«Δος τηνε, μάννα, την ευκή η Αρετή να παντρευτεί
τι αν τύχει λύπη ή χαρά εγώ θα πάου γυρεύοντα.»
Η Θράκη μας πάλι:
«Έβγα ν’ έβγα μουρ’ μάνι μ’ να ιδείς πως τρέμ’ ο ήλιους,
πως τρέμ’ πως κυμματίζει ώσπου να βασιλέψει.
Έτσ’ τρέμ’ κι εγώ καρδούλα μ’ ώσπου να ξεχωρίσω.
Έβγα, ν’ έβγα μουρ’ μάνι μ’ να σ’ αποχαιρετήσω.
Σι γέλασαν μουρ’ μάνι μ’ σι πήραν την κουπέλα
για ένα ζιυγιάρ παντούφλες για ένα δαχτυλίδι.»
Οι αναφορές του τραγουδιού είναι πάμπολλες στον ελλαδικό χώρο. Θα σταματήσουμε όμως σ’ αυτές, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, όπου συναντούμε το ίδιο θέμα σε διάφορες παραλλαγές. Στη Βουλγαρία ο Κωνσταντής είναι ο Λαζάρ και η Αρετή η Πετκάνα (μια άλλη παραλλαγή θέλει τους δυο να είναι ο Δημητάρ και η Βέκιγια):
«Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές, να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα, μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται, δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της μακριά πολύ δε δίνει.[…]
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος της μάνας του της λέγει:
Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις κι εννιά φορές θα γίνει.»
(μτφρ. Δημήτρης Άλλος.)
Στην Σερβία, ο Γιόβαν και η Γέλιτσα:
«Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες. […]
Πήγε χτύπησε την πόρτα: Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα που μου πήρε τα παιδιά μου;
Μάνα, άνοιξε την πόρτα, η μοναχοκόρη σου είμαι.
Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα; Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.
Τί μου λες, ο Κωνσταντίνος, τρία χρόνια μες στο χώμα και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη, σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.
(μτφ. Ανδρέας Ζαρμπαλάς)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, και η παραλλαγή που απαντάται νοτιότερα και συγκεκριμένα στην Β. Ήπειρο:
«Μάνα με τους εννιά τους γιους και τις εννιά νυφάδες,
είχε και την Αρετώ της μοναχοθυγατέρα,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη
την είχε δώδεκα χρονών και ο ήλιος δεν την είδε.
Στα σκοτεινά την έλλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Νύφη την εζητήσανε πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλανε κι η μάνα της δε θέλει.
Ο Κώστας ο μικρότερος θέλει για να τη δώσει. […]
Τρεις δίπλες ήταν ο χορός κι η Αρετή στη μέση.
Από μακριά τη χαιρετά και από κοντά της λέει:
Άιντε αδερφή να φύγομε στη μάνα μας να πάμε!»
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι κι ήρθα κοντά σου,
η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους. […]
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει […]
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.
(μτφρ. Ηλίας Λάγιος – Ισμήνη Ραντούλοβιτς).
Στην Αλβανία, ο Κωσταντής και η Δοκίνα:
«Βγήκα μέχρι την αυλή για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες κι οι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες, μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις που την πάντρεψες στα ξένα τη Δοκίνα μας,
αλάργα, πέρα από τρία βουνά. […]
Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο, άλογό του έγιν’ η πέτρα,
και το χώμα σέλα του, τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
Στ’ άλογο την ανεβάζει, τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
Τσιλιβίου, βίου, βίου ίσως να ‘ναι ο αγέρας.
Είδατε; Δεν είδατε; περπατάει λευκή πουλάδα, η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία: Πήγαινε εσύ, Δοκίνα, εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ‘χω εκεί το σπίτι μου.
Αλλά βέβαια και αυτή της Ρουμανίας
«Είχε ετούτ’ η μάνα εννιά γιους τρανούς, δρακοντόσπορους,
και μια θυγατέρα που όλους κάνει πέρα.
Πιο μεγάλος, ποιος; Σοφο-Κωνσταντής, ο πρωτότοκός της,
ο πλιο μυαλωμένος κι ο πλιο αντρειωμένος.(…)
νά σου όμως μια μέρα εις τη θυγατέρα φτάν’ πραματευτάδες,
φτάν’ προξενητάδες, όλοι τους Γραικοί απ’ Ανατολή, τρισκατάρατοι!
Τη Βόικα ζητάνε, η μάνα δεν τη δίνει.
Ο Σοφο-Κωνσταντής κύρης, νοικοκύρης τότε λέει το εξής!
Μάμα μου, μανούλα, δώσ’ τους τη Βοϊκούλα, τη γλυκιά κορούλα,
τη γλυκιά αδελφούλα, τι έφτασεν η ώρα να ντυθεί νυφούλα».
Αποτελεί, λοιπόν, συνδετικό «ιστό» το αριστουργηματικό δημοτικό τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού», του οποίου παραλλαγές συναντώνται στη δημώδη ποίηση όλων, σχεδόν, των βαλκανικών λαών.
Βέβαια, υπάρχουν και άλλα ποιήματα των οποίων παραλλαγές συναντώνται στη δημοτική ποίηση των λαών της Χερσονήσου του Αίμου, όπως το τραγούδι για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που θυσιάζεται για να στεριώσει ένα γεφύρι ή μια εκκλησιά, ή για τον καημό της ξενιτιάς. Πολλές όμως είναι και οι «συγγενικές» παραλλαγές παραδοσιακών τραγουδιών, χορών, θρύλων, παραμυθιών και εθίμων των βαλκανικών λαών. Αλλά αυτά θα αποτελέσουν, πιθανώς, άλλη μεγαλύτερης διάρκειας έρευνα.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Μπουκάλας, Π., επιμ. (2007) Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Αθήνα: Οι Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ»
Πολίτης, Ν. «Η Χουχουβάγια» (1904) Μελέται περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού, Παραδόσεις, Μέρος Α, Pelekanos Books, Αθήνα: Π. Δ. Σακελλαρίου
Ρίγγος, Β., Δ. (2002) Πασχαλόγιορτα στα Γρεβενά, Γρεβενά: Αυτοέκδοση
Χατζάκης, Σ. (2006) Του Νεκρού Αδελφού, Θεσσαλονίκη: Ιανός
Το τραγούδι του νεκρού αδελφού στα Βαλκάνια στο https://www.slideshare.
net/eirinipaximadaki/ss-48033883 (2015). Εργασία των μαθητών στο πλαίσιο
πολιτιστικού προγράμματος στο ΓΕΛ Κ. Μηλιάς Πιερίας με θέμα τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία των βαλκανικών λαών, Υπεύθυνη Καθηγήτρια Ειρήνη Παξιμαδάκη, Φιλόλογος
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από την παραγωγή
του 6ου Λυκείου Καβάλας, «Του Νεκρού Αδελφού»,
σε παράσταση του 2013, σε σκηνοθεσία του γράφοντος
και κείμενο του Σωτήρη Χατζάκη
(photo credits: Θοδωρής Παπαδόπουλος).
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό της πόλης μας “Υπόστεγο” του Σ.Φ.Γ.Τ. Καβάλας, τον χειμώνα του 2021]